τρικήριο

τρικήριο
το / τρικήριον, ΝΜ, και τρίκηρο και τρικέρι Ν
εκκλ. φορητό κηροπήγιο με υποδοχές για τρία κεριά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. τρικήριον (< τρι-* + κηρίον). Για την τροπή τού -η- σε -ε-, στον νεοελλ. τ. τρικέρι, πρβλ. σίδηρος: σίδερο (βλ. και λ. κερί)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τρίκηρο — το, Ν βλ. τρικήριο …   Dictionary of Greek

  • τρικέρι — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ.), στην πρώην επαρχία Βόλου, του νομού Μαγνησίας. Βρίσκεται B του ομώνυμου διαύλου. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (27 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκουν και άλλοι 9 μικρότεροι οικισμοί, η Αγία Κυριακή (υψόμ. 10 μ.), ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”